παράνομοι

παράνομοι
παράνομος
lawless
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Les Hors-la-loi (film, 1958) — Pour les articles homonymes, voir Les Hors la loi. Les Hors la loi Données clés Titre original Οι παράνομοι (I Paránomi) Réalisation …   Wikipédia en Français

  • Níkos Koúndouros — (grec moderne : Νίκος Κούνδουρος), né en Crète le 15 décembre 1926 est un réalisateur grec. Il est considéré comme un cinéaste militant, d un point de vue politique et social. Cette démarche l amena à la création d une esthétique nouvelle… …   Wikipédia en Français

  • Les Hors-la-loi —  Cette page d’homonymie répertorie les différentes œuvres portant le même titre. Les Hors la loi peut désigner : Les Hors la loi (’G’ Men), un film américain de William Keighley sorti en 1935 ; Les Hors la loi (Οι παράνομοι) (1958) …   Wikipédia en Français

  • беззаконьныи — (268) пр. Беззаконный, противозаконный, противоречащий христианскому учению или законам, установленным церковной или светской властью: по своимъ безаконьныимъ начинаниѥмъ. отъ х҃вы цр҃кве отълоучены. (ἀϑεμίτους) ΚΕ XII, 175б; отъстоупить… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Christos Negas — Χρήστος Νέγκας Born 1936 Zakynthos,   …   Wikipedia

  • Oi paranomoi — Directed by Nikos Koundouros Written by Nikos Koundouros Starring Titos Vandis Cinematography Giovanni Varriano …   Wikipedia

  • ραδιογωνιόμετρο — Ραδιοηλεκτρική διάταξη, που χρησιμεύει για τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης από την οποία προέρχονται τα ηλεκτρομαγνητικά κύματα ενός πομπού. To Ρ., του οποίου η αρχική επινόηση ανάγεται στις αρχές του αιώνα μας, αποτελείται βασικά από ένα… …   Dictionary of Greek

  • σκουώτερς — οι, Ν (στην Αυστραλία τού 19ου αιώνα) παράνομοι κάτοχοι τών βασιλικών βοσκοτόπων που βρίσκονταν έξω από την προκαθορισμένη περιοχή εποικισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. squatters < squat < μσν. γαλλ. esquater / esquatir (< es [< λατ. ex «εκ …   Dictionary of Greek

  • τραστ — (trust). Όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στην αμερικανική οικονομική ζωή για να χαρακτηρίσει ένα μονοπωλιακό συνδυασμό, στον οποίο οι εταιρείες που μετείχαν εμπιστεύονταν (trusted) τις διευθυντικές εξουσίες σε μια επιτροπή, που απαρτιζόταν από… …   Dictionary of Greek

  • Γκοσινί, Ρενέ — (Rene Goscinny, Παρίσι 1926 – 1977). Γάλλος σεναριογράφος ιστοριών κόμιξ. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στα γραφεία του Παγκόσμιου Τύπου στις Βρυξέλλες όπου εργαζόταν,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”